ελεφαντόδετος

ελεφαντόδετος
η , ο [ος , ον ] украшенный слоновой костью, оправленный в слоновую кость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ελεφαντόδετος" в других словарях:

  • ελεφαντόδετος — η, ο (ΑΜ ἐλεφαντόδετος, ον) ο δεμένος ή στολισμένος με ελεφαντόδοντο …   Dictionary of Greek

  • ελεφαντόδετος — η, ο ο δεμένος ή στολισμένος με ελεφαντόδοντο, ελεφαντοστόλιστος, ελεφαντοκόλλητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐλεφαντόδετον — ἐλεφαντόδετος inlaid with ivory masc/fem acc sg ἐλεφαντόδετος inlaid with ivory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεφαντοδέτων — ἐλεφαντόδετος inlaid with ivory masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελεφαντοκόλλητος, -η -ο — ελεφαντοκόλλητος, η, ο ο ποικιλμένος με ελεφαντόδοντο, ελεφαντόδετος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελεφαντοστόλιστος — η, ο ο ελεφαντόδετος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»